< δρησμός
2 δρησμοσύνη >
1 δρησμοσύνη
,
-ης, ἡ
celebración
,
cumplimiento
ἱερῶν
h.Cer
.476,
expl. como θεραπεία, ὑπηρεσία
Hsch.,
EM
287.1G.